26 Σεπτεμβρίου 2000. Μια καταλυτική ημερομηνία που έμελε να γραφτεί με ανεξίτηλα γράμματα στο νου των κατοίκων του αρχιπελάγους, αλλά και ολόκληρου του ελληνισμού. Το αιγαίο ανήμπορο να σηκώσει στις πλάτες του 81 ανθρώπινες ψυχές, μουγκρίζει αποκαμωμένο, μεταφέροντας το μήνυμα της ναυτικής τραγωδίας, που στοίχισε τη ζωή σε 81 ανθρώπους και που άφησε άλλους τόσους αλλόφρονες να προσπαθούν, όλα αυτά τα χρόνια, να σβήσουν τις θύμησες που ξεπροβάλουν σαν φαντάσματα πίσω από τις «πόρτες» του μυαλού τους.
Όλα ξεκίνησαν το απόγευμα της 26ης Σεπτεμβρίου, όταν 533 άνθρωποι και 61 μέλη του πληρώματος επιβιβάστηκαν στο μοιραίο πλοίο. Οι καιρικές συνθήκες άσχημες, αφού στο αιγαίο επικρατούσαν άνεμοι εντάσεως 8 μποφόρ, χωρίς αυτό να είναι φαινόμενο πρωτόγνωρο για τους αιγαιοπελαγίτες. Τίποτα δεν προμηνούσε την τραγωδία, όλα εξελίσσονταν ομαλά και κανένα από τα μεγάλα ΜΜΕ δεν είχε αναδείξει την καταγγελία του πρώην ναυτικού, Αναστάσιου Σορώκου, ο οποίος με έγγραφο του στο ΥΕΝ και σε κεντρικό λιμεναρχείο, επεσήμανε ότι το πλοίο είναι άκρως επικίνδυνο. Ήταν θέμα που δεν πουλούσε. Άλλωστε στην εποχή που ζούμε, όλες οι αξίες κρίνονται χρησιμοθηρικά. Δικαιώθηκε την 26η Σεπτεμβρίου, με μια δικαίωση που μόνο αποτροπιασμό μπορεί να προκαλέσει.
Οι αφηγήσεις δραματικές, οι θύμησες νωπές.....
Λιμάνι Πειραιά, 26 Σεπτεμβρίου 2000. Οι κάβοι λύνουν και το οχηματαγωγό Εξπρές Σαμίνα σαλπάρει από το λιμάνι του Πειραιά για Πάρο, Νάξο, Ικαρία, Σάμο, Πάτμο με τελικό προορισμό τους Λειψούς. Στο πλοίο επιβαίνουν 533 άτομα, από τα οποία οι 472 ήταν επιβάτες και οι υπόλοιποι 61 πλήρωμα. Ήταν ένα ταξίδι ρουτίνας που εκείνο το βράδυ, ωστόσο, έμελε να εξελιχθεί σε μία από τις μεγαλύτερες ναυτικές τραγωδίες της σύγχρονης Ελλάδος.
Ήταν λίγα λεπτά πριν τις δέκα, όταν το πλοίο ετοιμάζεται για τον κατάπλου του στο λιμάνι της Παροικιάς.
«Ο καιρός ήταν αγριεμένος», αναφέρει ο Β’ μηχανοδηγός Δημήτρης Βαίτσης που είχε βάρδια στο μηχανοστάσιο. «Είχε ένα οχτάρι γεμάτο. Πλησιάζαμε στο λιμάνι της Πάρου όταν άκουσα τη φωνή του υποπλοιάρχου από τη γέφυρα: "Μηχανή σε 20'". Φθάναμε στο νησί και απείχαμε περίπου 6 μίλια από τις Πόρτες. Έφυγα από το μηχανοστάσιο και έλεγξα όλα τα μηχανικά μέρη του βαποριού. Έπειτα γύρισα στο κοντρόλ. Εκεί βρίσκονταν ο Α' και ο Γ' μηχανικός. "Τι έγινε Μήτσο; " με ρώτησε ο πρώτος. "Όλα καλά μάστορα", του απάντησα..."
Το πλήρωμα προχωρά στις διαδικασίες προσέγγισης στο λιμάνι της Παροικίας. Μία διαδικασία ρουτίνας, που επί σειρά ετών το πλήρωμα επαναλαμβάνει. Κανείς, ωστόσο, δεν αντιλαμβάνεται ότι το καράβι κατευθύνονταν πάνω στις «Πόρτες», εκεί που ο φάρος αναβοσβήνει στα μέσα του πελάγους στέλνοντας το δικό του απεγνωσμένο μήνυμα.
«Περί ώρα 22.00», αφηγείται ο ύπαρχος κ. Κάσδαγλης, «παρέλαβα φυλακή στο τιμόνι της γέφυρας του πλοίου. Αρχικά το τιμόνι ήταν στον αυτόματο πιλότο σε κατεύθυνση περί τις 170 μοίρες -δεν θυμάμαι- και ακριβώς μετά από πέντε λεπτά περίπου ο αξιωματικός της γέφυρας Ψυχογιός Αναστάσιος, υποπλοίαρχος, μου έδωσε την εντολή να πάρω το τιμόνι στο χειροκίνητο και να στρίψω περί τις τρεις μοίρες το πηδάλιο αριστερά. Βλέποντας ότι το πλοίο δεν στρίβει, ο κ. Ψυχογιός μου είπε να το βάλω πέντε (05) μοίρες αριστερά, στη συνέχεια δε μου έδωσε εντολή να αυξήσω τη γωνία σε δέκα (10) μοίρες αριστερά, τότε άρχισε να παίρνει κλίση αριστερά το πλοίο -ως προς την πορεία- και τότε έγινε αντιληπτό ότι ήμασταν έτοιμοι να προσκρούσουμε σε βραχονησίδα. Το βουνό έγινε αντιληπτό όταν πια ήταν είκοσι με τριάντα μέτρα μπροστά από το πλοίο. Αμέσως με έσπρωξε ο κ. Ψυχογιός και πήρε το τιμόνι στα χέρια του και το έβαλε όλο αριστερά. Στη συνέχεια έγινε σύγκρουση εντός λίγων δευτερολέπτων». Εκείνη την ώρα στο κατάστρωμα του πλοίου βρίσκονταν ο Γιώργος Σαρικλής, επιβάτης και μάρτυρας της σύγκρουσης. «Ξαφνικά και εντελώς αδικαιολόγητα, το πλοίο έκανε ελιγμό αλλάζοντας πορεία και μετά από 5 περίπου λεπτά νιώσαμε το δυνατό τράνταγμα. Έβλεπα το φάρο της βραχονησίδας σε απόσταση αλλά μέχρι να καταλάβω προς τι ο ελιγμός και η αλλαγή πορείας είδα τον φάρο να έρχεται καταπάνω μου. Γέμισε ο τόπος σκόνη και ο αέρας μύριζε καμένη λαμαρίνα. Κατάλαβα ότι όλα τελείωσαν».
Δέκα λεπτά μετά τις 10, το «Εξπρές Σαμίνα» προσκρούει με ταχύτητα 18 μιλίων, στις χαρτογραφημένες νησίδες «Πόρτες», μόλις 2 ναυτικά μίλια από το λιμάνι της Παροικιάς. Τα βράχια σχίζουν τα γερασμένα ύφαλα του πλοίου και η θάλασσα εισβάλει στο μηχανοστάσιο του πλοίου.
«....Τότε ακούγεται ένας εκκωφαντικός θόρυβος. Βγαίνω από το κοντρόλ να δω τι συνέβη. Οι μηχανές είχαν σβήσει και ξαφνικά μπροστά μου εμφανίζεται ένας τεράστιος βράχος. Είχε σχίσει τις λαμαρίνες του βαποριού. Από την ταχύτητα που είχε το πλοίο 19 μίλια ο βράχος συνεχίζει να σχίζει τις λαμαρίνες. Αμέσως έγινε εισροή υδάτων. Η θάλασσα έμπαινε ορμητικά στα έγκατα του πλοίου. Μπαίνω στο κοντρόλ και φωνάζω στον Α' μηχανικό: "Βουλιάζουμε". Σηκώνεται ο πρώτος και μας λέει: "Ακολουθήστε με". Μέχρι να βγούμε από την πόρτα, τα νερά είχαν φθάσει έως τις μηχανές και μας κοπανούσαν. Αλλάξαμε πορεία και κατευθυνθήκαμε προς το γκαράζ. Από δεξιά μας υπήρχαν όλα τα συστήματα ασφαλείας του πλοίου που κλείνουν τις στεγανές πόρτες. Είχαν σπάσει όλα. Όταν ανεβήκαμε στο κατάστρωμα το πλοίο είχε πάρει κλίση 45 μοιρών».
Τα φώτα σβήνουν, ενώ τα μέλη του πληρώματος καθησυχάζουν τους επιβάτες λέγοντας ότι όλα είναι υπό έλεγχο. «Καθόμουν στο σαλόνι», λέει μία ακόμη από τους διασωθέντες, «Ακούσαμε τον θόρυβο από τη σύγκρουση. Όλα έπεσαν κάτω. Τα φώτα έσβησαν. Κάποιοι από το πλήρωμα που ήταν εκεί μας έλεγαν να μην πανικοβληθούμε. Δεν υπάρχει πρόβλημα, επαναλάμβαναν. Ούτε και οι ίδιοι δεν ήξεραν τι είχε γίνει. Είμαστε πια στο λιμάνι της Πάρου, μην ανησυχείτε. Μέσα σε ελάχιστα λεπτά, όμως, το πλοίο έγειρε. Τότε μας φώναξαν να πάρουμε σωσίβια. Κάποιοι, ελάχιστοι, από το πλήρωμα παιδεύονταν για να κατεβάσουν βάρκες. Άλλες μπόρεσαν, άλλες όχι. Βρέθηκα στη θάλασσα. Βούλιαξα και ξαναβγήκα στην επιφάνεια. Δεν έχω δύναμη, δεν μπορώ, σκέφτηκα. Κάποια στιγμή πιάστηκα από κάπου. Δίπλα μου βρίσκονταν και άλλοι. "Μη μ' αφήσετε μόνη μου", παρακαλούσα. Έμεινα δύο ώρες στο νερό. Μετά με έφεραν στο Κέντρο Υγείας. Ο άντρας μου όμως, δεν ξέρω τι απέγινε...».
Την ώρα της σύγκρουσης, ο Νίκος Σκιαδάς βρίσκονταν στην καμπίνα με τη γυναίκα του. «Λίγο αργότερα ακούσαμε το μπαμ. Ελένη, της λέω, κάτι δεν πάει καλά. Δεν πρόλαβα να τελειώσω και τα φώτα έσβησαν, η μηχανή σταμάτησε. Τρέξαμε προς τον διάδρομο. Καταφέραμε να φθάσουμε στο κατάστρωμα. Πολλοί, όμως, επειδή φθάναμε στο λιμάνι, είχαν κατέβει στο γκαράζ για να βγάλουν τα αυτοκίνητά τους. Άλλοι, που είχαν ακόμη ταξίδι, κοιμόντουσαν στις καμπίνες. Με την κλίση που πήρε γρήγορα το πλοίο, σε αρκετές καμπίνες η πόρτα έγινε γρήγορα ταβάνι. Κατάφεραν άραγε να βγουν αυτοί οι άνθρωποι;».
Στο κατάστρωμα ο πανικός και ο τρόμος κυριαρχούν. Οι επιβάτες ψάχνουν αγωνιωδώς για ένα σωσίβιο, προσπαθούν να καθελκύσουν τις σωστικές λέμβους προκειμένου να σωθούν.
«Ήταν σκηνές Tιτανικού» , κατέθεσε στη δίκη η κ. Στέλλα Κυριαζάνου. «Σκηνές που δεν ξεχνιούνται ποτέ. Aπό παντού ακούγονταν φωνές γυναικών και παιδιών και θόρυβοι από πράγματα που έσπαγαν».
Στις απεγνωσμένες προσπάθειες των επιβατών αναφέρεται και ο κ. Απόστολος Γιαννός.«Eίδα επιβάτες να βαράνε με σφυριά τις βίδες μιας βάρκας, που δεν ξεκολλούσε. Ήταν κολλημένη απ τις λαδομπογιές και τις σκουριές».
Ο κ. Απόστολος Λιμπιτσιούνης 5 χρόνια μετά, ενώπιον του δικαστηρίου καταθέτει...«Είδα μια τετραμελή οικογένεια. H μάνα είχε χτυπήσει στο κεφάλι. Πήρα το κοριτσάκι από την αγκαλιά της, πήδηξα στη θάλασσα και τελικά το έβγαλα σώο έξω».
«Mια σωστική λέμβος με επιβάτες », λέει ο κ. Απόστολος Φλώρος, « ανατράπηκε πριν κατεβεί και οι άνθρωποι έπεσαν απότομα στη... θάλασσα. Mάλλον κάτι έγινε με τον πύρο. Nομίζω πως έφυγε και τούμπαρε η βάρκα».
Τα τελευταία λεπτά του Σαμίνα θυμάται η κ. Ελένη Σιγουλάκη. «Tαξιδεύαμε με το "Eξπρές Σάμινα" η κόρη μου, το μωρό της κι εγώ. Σβήνουν τα φώτα του πλοίου. H κόρη μου παίρνει το μωρό, προχωράμε και φτάνουμε σε μια βάρκα. Ένας νεαρός με άσπρο πουκάμισο -αργότερα μάθαμε πως ήταν ο Kυπριώτης- μας λέει: "Δεν κατεβαίνουν οι βάρκες". Παίρνει το μωρό στα χέρια του. H κόρη μου το ξαναπαίρνει. "Eγώ θα σώσω το παιδί", λέει στην κόρη μου και το ξαναπαίρνει. Tρεις φορές άλλαξε χέρια το μωρό. Προχωράμε στο σκοτάδι. Tο πλοίο έχει πάρει κλίση. Kυλιόμαστε κάτω, ενώ έπεφταν πάνω μας διάφορα αντικείμενα".
Οι μαρτυρίες των διασωθέντων επιδεικνύουν την απουσία του πληρώματος που άφησε τους επιβάτες ελέω Θεού. Ωστόσο υπήρχαν και εξαιρέσεις. Aρκετοί θαλαμηπόλοι και ναύτες στις υπεράνθρωπες προσπάθειες, να σώσουν επιβάτες, χάνουν την ίδια τους τη ζωή. Ανάμέσα τους και 4 φαντάροι με προορισμό τη Σάμο. Το πλοίο μέσα σε λίγα λεπτά έχει πάρει επικίνδυνη κλίση, ενώ πολλοί βουτούν στην αφρισμένη θάλασσα.
«Το πλοίο άρχισε να γέρνει», αφηγείται ο Διονύσης Αθανασιάδης. «Αμέσως επικράτησε πανικός. Πολλοί άρχισαν να σπάνε τα ντουλάπια για να πάρουν τα σωσίβια. Ο κόσμος. Μόνο ο κόσμος έψαχνε. Το πλήρωμα είχε εξαφανιστεί. Υπήρχε μόνο ένας αξιωματικός. Τον πλησίασα και τον ρώτησα αν υπήρχαν άλλα σωσίβια. Βρίσκομαι πλέον στο κατάστρωμα. Εκείνος μου απάντησε: "Πήγαινε μέσα να δεις"! Δεν μου είπε τίποτε άλλο. Ήταν αδύνατο, όμως, να ξαναγυρίσω μέσα, αφού όλος ο κόσμος έβγαινε. κανένας από το πλήρωμα δεν βρισκόταν κοντά στις λέμβους. Ένα σκοινί κόπηκε και έπεσε στη θάλασσα η βάρκα που τη συγκρατούσε. Έπεσα στη θάλασσα χωρίς σωσίβιο. Βρήκα όμως ένα που είχαν ρίξει άλλοι στη θάλασσα. Κατάφερα να σωθώ».
Ο κ. Νίκος Γιώργας θυμάται, «Eίδα μια λέμβο με 15 μέλη του πληρώματος να απομακρύνεται χωρίς επιβάτες και φώναξα: "Tο πλήρωμα φεύγει, εμείς τι κάνουμε εδώ;". Έπεσα στη θάλασσα, βρέθηκα δίπλα στη βάρκα τους, φώναζα, για να με πάρουν, αλλά με... άφησαν κι έφυγαν».
Από την πλευρά του, ο δόκιμος Γιώργος Πάτηλας λέει στην αρχική του κατάθεση. «Aμέσως ο πλοίαρχος μου είπε, «φύγε και πήγαινε και βοήθησε τον κόσμο γιατί εγκαταλείπουμε το πλοίο». Φόρεσα σωσίβιο και μοίραζα σωσίβια στον κόσμο. Eν τω μεταξύ το πλοίο έπαιρνε ολοένα και μεγαλύτερη κλίση δεξιά. Eπέστρεψα κοντά στον πλοίαρχο και μου έδωσε εκείνος εντολή να καθοδηγήσω επιβάτες στη νούμερο 1 βάρκα, δεξιά. Eιδοποίησα κόσμο, τους καθοδήγησα προς τη βάρκα αυτή και στη συνέχεια πήγα στην αριστερή πλευρά του πλοίου, όπου είχαν αρχίσει να συγκεντρώνουν κόσμο στην αριστερή βάρκα του πλοίου. Πήγα κοντά στον άλλο υποπλοίαρχο, τον Στέφανο Παπαδόπουλο, και μαζί με άλλα μέλη του πληρώματος και άλλων νέων επιβατών άγνωστων σε μένα βοήθησα να ρίξουμε τις ανεμόσκαλες στο αριστερό του πλοίου, για να κατεβεί ο κόσμος ακίνδυνα. Mαζί με άλλους έριξα στη θάλασσα τα λάιφ-κραφτ, ώστε όσοι επιβάτες κατέβαιναν από την ανεμόσκαλα στη θάλασσα ή από εκνευρισμό και φυσιολογική βιασύνη έπεφταν από ψηλά στη θάλασσα να τα βρουν και να τα χρησιμοποιήσουν. Στη συνέχεια παρά την κλίση του πλοίου δεξιά που μεγάλωνε διαρκώς, κατάφερα να πλησιάσω τον πλοίαρχο που μου είπε «βοήθησε όσο περισσότερο κόσμο μπορείς αριστερά και όταν κατέβει όλος ο κόσμος να εγκαταλείψεις το πλοίο. Tη στιγμή εκείνη παρατήρησα ότι το βαρελάκι του πλοιάρχου στο οποίο θα πήγαινα και εγώ είχε πεταχτεί στη θάλασσα για τον κόσμο. Πήγα αριστερά, διότι αν παρέμενα δεξιά δεν θα μπορούσα να επιστρέψω, ώστε να διαφύγω, αφού θα με έπαιρνε το πλοίο κάτω. Οταν αντιλήφθηκα ότι από την αριστερά πλευρά του πλοίου και κοντά μου δεν υπήρχε πια κανένας άλλος άνθρωπος να τον βοηθήσω να κατέβει από την ανεμόσκαλα που είχαμε ρίξει, τότε κατέβηκα και εγώ, αλλά δεν την άφησα και την κρατούσα, προσπαθώντας να δω κάποιο λάιφ-κραφτ κοντά μου. Tότε άκουσα τη φωνή του υποπλοιάρχου Ψυχογιού να μου λέει «Γιώργο, πήδα στη θάλασσα, γιατί θα σε πάρει το πλοίο μαζί του.Eντωμεταξύ η θάλασσα άρχισε να με καλύπτει εκεί που ήμουν και έπεσα στη θάλασσα, όταν ένιωσα ότι με παρέσυρε το κύμα. Όταν ανέβηκα από το κύμα ένιωσα χέρια συνανθρώπων μου επάνω μου και γύρω μου, αλλά κατάφερα με τη βοήθεια του σωσιβίου να κρατήσω το κεφάλι μου έξω από το νερό, ώστε να αναπνέω. Σε λίγο όμως αντιλήφθηκα ότι η δίνη του βυθιζόμενου πλοίου με τραβούσε στο βυθό και ένιωσα ότι είχε φθάσει το τέλος μου. Mε τρομερή δυσκολία και με απεγνωσμένες προσπάθειες κατάφερα να ξανανέβω στην επιφάνεια και να αναπνεύσω».
Έχουν περάσει μόλις 50 λεπτά από τη στιγμή της σύγκρουσης. Το «Εξπρές Σαμίνα» χάνεται κάτω από τα νερά του Αιγαίου...
Η ναυαγός κ Ζωή Κολυδά θυμάται...«Γύρισα και είδα το καράβι να βουλιάζει. Aνατρίχιασα στη σκέψη πως, μαζί του, φεύγουν και ψυχές. Πως αυτό το άψυχο πράγμα παίρνει μαζί και ανθρώπινες ζωές στον πάτο της θάλασσας». Οι διηγήσεις των ναυαγών συγκλονίζουν. «Πέσαμε μαζί με τον αδελφό μου στη θάλασσα. Κοντά μας κολυμπούσαν άλλοι έξι άνθρωποι. Ακούγαμε παντού φωνές. Βλέπαμε μπροστά μας να περνούν πτώματα και κλείναμε τα μάτια από τον φόβο ότι θα είχαμε την ίδια τύχη. Μικρά παιδιά έκλαιγαν. Τσίριζαν. Άκουγα συνεχώς ένα παιδί να φωνάζει "μαμά, σώσε με". Έβλεπα να περνούν πτώματα, άνθρωποι ζητούσαν βοήθεια και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Μείναμε στη θάλασσα μαζί με τον αδελφό μου, πιασμένοι από μια σανίδα μέχρι τις τρεις τα ξημερώματα. Μας έσωσε τελικά το κότερο "Μαργαρίτα".»
«Στην αρχή, όταν έπεσα στη θάλασσα, πιάστηκα από ένα ξύλο», λέει η κ. Όλγα Τσαμουδίνου. «Όμως ένα δυνατό κύμα με βύθισε κάτω και όταν κατάφερα να ξαναβγώ στην επιφάνεια είχα χάσει τη σανίδα της σωτηρίας μου. Κολύμπησα με όση δύναμη μού είχε απομείνει. Βρήκα ένα κουπί και πιάστηκα από αυτό. Ύστερα από δυόμισι ώρες στη θάλασσα τα κύματα με έβγαλαν, μαζί με άλλους, στη στεριά, στην περιοχή της Αγίας Ειρήνης, δηλαδή περίπου επτά χιλιόμετρα από το λιμάνι της Πάρου».
Ο κάθε ναυαγός έχει από μια ιστορία να πει, τη δική του κατάθεση ψυχής. «Κάποια στιγμή είδα ένα παιδί, ένα κοριτσάκι να πνίγεται. Το πήρα στην αγκαλιά μου και προσπαθούσα να κολυμπήσω κρατώντας το, για να βγούμε και οι δύο. Όμως, λίγο αργότερα, η θάλασσα το πήρε από την αγκαλιά μου. Δεν ξέρω τι απέγινε.
«Εγώ βρέθηκα στη θάλασσα με το κύμα να φθάνει τα επτά μέτρα. Αρπάχτηκα από ένα βαρέλι. Άκουσα πίσω μου έναν άνθρωπο που δεν είχε πια δυνάμεις, να με παρακαλάει: Φίλε, το παιδί μου, σε παρακαλώ, πάρε τουλάχιστον το παιδί μου...». «Κολυμπούσα γι' αυτό», διηγείται ένας από τους διασωθέντες που έσωσε ένα μικρό παιδάκι. «Δεν φαινόταν να είχε καταλάβει τι γινόταν. Δεν έκλαιγε. Μόνο παραπονιόταν κάθε λίγο πως κρύωνε και πως νύσταζε. Προσπαθούσα να την ξεγελάσω, δείχνοντάς της το λαμπάκι του σωσιβίου. Ψευτοέπαιζε, ώσπου έφταναν τα κύματα. Τότε τη σήκωνα ψηλά για να μην πιει νερό και κοιτούσα πίσω μου για να υπολογίζω πότε θα μας χτυπούσε το επόμενο κύμα. Έτσι, ήμουν έτοιμος να πάρω ανάσα και να κρατώ το μωρό όσο πιο ψηλά μπορούσα». Το άλλο παιδί, εκείνο που κρατούσε ο Αλέξανδρος, είχε καταλάβει λίγο περισσότερο τι συνέβαινε: «Μου υπόσχεσαι ότι δεν θα μ' αφήσεις;» τον ρωτούσε.
Όλα τα παραπλέοντα σκάφη σπεύδουν στον τόπο της τραγωδίας. Πρώτοι φτάνουν οι ψαράδες της Πάρου με τα καΐκια τους που αψηφούν τα αφρισμένα κύματα, θέτοντας τις ίδιες τους τις ζωές σε κίνδυνο . Οι σπαραχτικές φωνές των ναυαγών, γίνονται πυξίδες των καϊκιών. Στη θάλασσα, λίγο, έξω από τις Παροικιές, από την πρώτη στιγμή βρίσκεται ο παριανός ψαράς, Παναγιώτης Μαμάκος. «Όταν έφθασα στις Κορακιές ένιωσα φρίκη. Άκουγα γύρω στα 30 με 40 άτομα να ζητούν βοήθεια. Τα τεράστια κύματα έσκαγαν στα βράχια και σηκώνονταν σε ύψος 10 μέτρων. Παρέσυραν τους ανθρώπους και τους πετούσαν με δύναμη πάνω στις ξέρες. Σε μισή ώρα ο τόπος είχε γεμίσει πτώματα. Είδα το καράβι τη στιγμή που μπατάρισε. Κατάλαβα ότι θα υπάρξει τεράστιο πρόβλημα. Υπολόγισα ότι ο καιρός θα έβγαζε τους ναυαγούς σ' εκείνο το σημείο. Είναι από τα χειρότερα του νησιού. Στο βάθος ενός γκρεμού 10 μέτρων υπάρχουν κοφτερά βράχια στα οποία δεν μπορείς ούτε με παπούτσια να περπατήσεις. Μαζί μου είχα μόνο έναν φακό. Υπήρχε απόλυτο σκοτάδι. Σε μικρή απόσταση, μέσα στη θάλασσα, άκουγα μια φωνή να καλεί σε βοήθεια. Ήταν κάποιος ξένος. Είχε χτυπήσει στα πόδια του και δεν μπορούσε να κινηθεί. Λίγο πιο μακριά μια γυναίκα είχε μπλεχτεί στο κορδονάκι του λάιφ-κραφτ, το οποίο είχε διαλυθεί πάνω στις ξέρες. Ο αέρας λυσσομανούσε και τα αγριεμένα κύματα τη χτυπούσαν στα βράχια. Δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Δεν μπορούσα να περιμένω. Έπεσα στη θάλασσα χωρίς να βλέπω πού πέφτω, αν είχε πέτρες, αν ήταν βαθιά. Δεν μπορούσα να σκεφθώ. Πρώτα έπιασα τον ξένο και τον βοήθησα να βγει από το νερό. Με δυσκολία έφθασα κοντά στη γυναίκα. Τα μανιασμένα κύματα μας έπαιρναν και τους δύο και μας έριχναν στους βράχους. Της μιλούσα και προσπαθούσα να της δώσω κουράγιο. Ύστερα από δέκα λεπτά την έβγαλα έξω. Εκείνη τη στιγμή ήρθε ένα μεγάλο κύμα. Προσπάθησα ν' αντισταθώ κι ευτυχώς τα κατάφερα. Δεν βγήκε κανείς άλλος από τα βράχια. Μόνο ένα παλικάρι. Το σώμα του είχε γεμίσει αίματα... Οι άνθρωποι έπεφταν σ' αυτά και σκοτώνονταν. Έφυγα και πήγα στην Πούντα. Κοιτούσα στην ακτή μήπως υπάρχουν ναυαγοί που χρειάζονται βοήθεια. Κάποια στιγμή διέκρινα ένα σωσίβιο. Στο σκοτάδι δεν μπορούσα να δω καθαρά. Πλησίασα και προσπάθησα να το σηκώσω. Τότε διαπίστωσα ότι το φορούσε ένα παιδάκι 7 χρόνων. Ήταν νεκρό. Τότε δεν άντεξα. Αισθάνθηκα ότι θα λιποθυμούσα. Όλα γύρω μου άρχισαν να γυρίζουν...».
Στο λιμάνι της Παροικιάς όλοι οι κάτοικοι κινητοποιούνται. Κατεβαίνουν στην προβλήτα, κουβαλώντας κουβέρτες και στεγνά ρούχα, τρέχουν για να βοηθήσουν τους ναυαγούς. Οι πρώτοι διασωθέντες αποβιβάζονται στην Πάρο και προωθούνται στο Κέντρο Υγείας του νησιού, κατόπιν σε ξενοδοχεία.
«Είδαμε από τη στεριά το ναυάγιο. Όλη η Πάρος βρέθηκε από τη μια στιγμή στην άλλη στο πόδι», περιγράφει η κ. Μαρία Μπίζα, ιδιοκτήτρια ξενοδοχείου στην Πάρο. «Άλλοι ήταν σχεδόν γυμνοί, άλλοι ήταν τόσο σοκαρισμένοι, που δεν μπορούσαν να μιλήσουν. Ετοιμάσαμε αμέσως κουβέρτες να τους δώσουμε. Άλλοι έπεσαν στη θάλασσα για να φθάσουν τους ναυαγούς και να βοηθήσουν. Τα ψαράδικα κινήθηκαν αμέσως μόλις είδαμε τις φωτοβολίδες που σημαίνουν τον κίνδυνο. Οι άνθρωποι έφθασαν στο ξενοδοχείο σαν χαμένοι. Δεν ήξεραν άλλοι πού είναι οι γονείς, άλλοι τα παιδιά, άλλοι τ' αδέλφια τους...».
Μέσα στις επόμενες ημέρες, ο απολογισμός του ναυαγίου φτάνει στους 81 νεκρούς, βυθίζοντας τη χώρα στο πένθος.
Πέντε χρόνια αργότερα, οι μνήμες ξαναζωντανεύουν στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων του Πειραιά όταν στο εδώλιο του κατηγορουμένου κάθονται στις 27 Μαΐου 2005 οι εκπρόσωποι της πλοιοκτήτριας του «Εξπρές Σαμίνα», πέντε Έλληνες ναυτικοί καθώς και ένας αξιωματικός της Επιθεώρησης Εμπορικών Πλοίων του ΥΕΝ.
Στις 27 Φεβρουαρίου, το Τριμελές Εφετείο κακουργημάτων Πειραιά κρίνει ένοχους σε βαθμό κακουργήματος τον πλοίαρχο και τον υποπλοίαρχο του "Εξπρές Σαμίνα", για το ναυάγιο που στοίχισε τη ζωή σε 81 ανθρώπους στις 26 Σεπτεμβρίου του 2000, λίγο έξω από το λιμάνι της Πάρου. Από τους υπόλοιπους επτά κατηγορούμενους, οι πέντε κρίθηκαν ένοχοι σε βαθμό πλημμελήματος και οι άλλοι δύο αθωώθηκαν. Το δικαστήριο έκρινε ότι το ναυάγιο προκλήθηκε από κακή πλοήγηση από τον αξιωματικό στη γέφυρα, ενώ στη βύθιση συνετέλεσε και το γεγονός ότι έμειναν ανοιχτά τα στεγανά του πλοίου. Μάλιστα, σύμφωνα με το δικαστήριο, το πλοίο ήταν παλαιό αλλά αξιόπλοο.
Συγκεκριμένα, στον πλοίαρχο, Βασίλη Γιαννακή, επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 16 χρόνων και στον υποπλοίαρχο, Αναστάσιο Ψυχογιό, φυλάκιση 19 χρόνων. Πέντε κατηγορούμενοι κρίθηκαν ένοχοι σε βαθμό πλημμελήματος με ανασταλτικό χαρακτήρα. Πρόκειται για τον ύπαρχο Γιώργο Τριαντάφυλο, τον Α' μηχανικό Γεράσιμο Σκιαδαρέση, τον ασυρματιστή Δημήτρη Τσούμα και τους εκπροσώπους της πλοιοκτήτριας εταιρείας Νικόλαο Βικάτο και Κωνσταντίνο Κληρονόμου. Αθωώθηκαν ο ναύτης Παναγιώτης Κάσδαγλης και ο επιθεωρητής του υπουργείου Ναυτιλίας, Παναγιώτης Τσόδρας.
Η σελίδα του ναυαγίου έκλεισε και τυπικά στις 27 Φεβρουαρίου 2006 με την επιβολή των ποινών. Οι μνήμες, ωστόσο, αυτών που επέζησαν θα γυρνούν εκεί όπου εκτυλίχθηκε η ναυτική τραγωδία του Εξπρές Σαμίνα», εκεί που 81 ανθρώπινες ζωές χάθηκαν σε λίγα λεπτά, εκείνο το βράδυ της 26ης Σεπτεμβρίου του 2000.
Τα στοιχεία και οι παραλείψεις
1. Από την πρόσκρουση δημιουργήθηκε κάτω από την ίσαλο γραμμή, ένα ρήγμα μήκους μόλις τριών μέτρων και ύψους λιγότερο από ένα μέτρο, δύο σχισμές πέντε εκατοστών και μήκους περίπου πέντε μέτρων κι ένα δεύτερο ρήγμα, μήκους περίπου επτά μέτρων, προς την πλώρη, αλλά 2,5 μέτρα πάνω από την ίσαλο γραμμή.
2. Τα νερά από τον χώρο του μηχανοστασίου άρχισαν να πλημμυρίζουν οριζόντια το πλοίο αφού 10 στις 11 υδατοστεγείς πόρτες, κατά παράβαση του Ναυτικού κώδικα, ήταν ανοικτές. Ας επισημανθεί ότι οι υδατοστεγείς πόρτες σφραγίζουν τόσο ηλεκτρονικά από τη γέφυρα, όσο και μηχανικά.
3. Στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης που κατατέθηκε κατά τη διάρκεια της δίκης, αποδεικνύεται ότι από τα παλαιού τύπου σωσίβια, μόνο το 24,1% ήταν «πλήρη». Χωρίς σφυρίχτρα ήταν το 51,7%, 17,2% χωρίς σφυρίχτρα και φωτάκι, και 6,9% χωρίς φωτάκι. Βάση των παραπάνω στοιχείων το 75,9% των σωσιβίων ήταν προβληματικά Στα «νέου τύπου», τα «πλήρη» αντιπροσώπευαν το 77,5%.
4. Aξίζει επίσης να σημειωθεί πως δόθηκε λανθασμένο στίγμα, πως δεν είχε γίνει έχμαση ενώ υπήρχαν, παρανόμως, καμπίνες πληρώματος κάτω από το γκαράζ.
Βιογραφικό του Σαμίνα
Μήκος; 107 μ
Πλάτος: 18,00 μ.
Βύθισμα σκάφους: 4,40 μ
Μηχανές: 2 Pielstick
Απόδοση: 10,945 kW
Ταχύτητα: 17,5 ν.μ
Χωρητικότητα: 1,300 επιβάτες και 170 αυτοκίνητα
Ναυπηγήθηκε στο Σεντ Ναζέρ της Γαλλίας το 1966.Το αρχικό του όνομα ήταν Κορς, ενώ στη συνέχεια μετανομάσθηκε σε «Golden Vergina». Εντάχτηκε στο στόλο της «Minoan Flying Dolphin» με το όνομα «Εξπρές Σαμίνα».
Στις 31 Δεκεμβρίου 2001 και έχοντας συμπληρώσει 35 χρόνια στις θάλασσες, το Σαμίνα θα έβγαινε στη σύνταξη.
Η τελευταία επισκευή
Το «Εξπρές Σαμίνα», όπως και όλα τα επιβατηγά πλοία, περνούσε από επιθεώρηση σε ότι αφορά το κατασκευαστικό και μηχανικό του μέρος σε τρεις φάσεις: κάθε 5 χρόνια (σε βάθος, κάθε δυόμισι και κάθε έτος). Ο τελευταίος έλεγχος πραγματοποιήθηκε στις 20 Ιουλίου κατά τον οποίο δεν βρέθηκαν ελλείψεις ή προβλήματα. Το «Σαμίνα» είχε μπροστά του ακόμα ένα χρόνο στα ελληνικά νερά αφού σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία μετά τα 35 χρόνια θα έβγαινε στη «σύνταξη».
Καταγγελία χωρίς αποδέκτη...
«Άκρως επικίνδυνο» χαρακτήρισε το «Εξπρές Σαμίνα» ο μηχανικός κ. Αναστάσιος Σορόκος, ο οποίος μέχρι τις 21 Σεπτεμβρίου εργαζόταν στο οχηματαγωγό. Ο ίδιος, κατέθεσε καταγγελία στην Πανελλήνια Ένωση Μηχανικών Εμπορικού Ναυτικού που είχε ως εξής:
«Μετά το τραγικό ναυάγιο του 'Ε/Γ-Ο/Γ Εξπρές Σαμίνα' και τον άδικο χαμό δεκάδων συνανθρώπων μας, θεωρώ υποχρέωσή μου ως ελάχιστον να επισημάνω τα κατωτέρω:
1) Με έγγραφες καταγγελίες προς το Α' Λιμ. Τμήμα Πειραιά οι οποίες κοινοποιήθηκαν στο Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιώς ως και εις το υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας ότι: Το 'Ε/Γ-Ο/Γ Εξπρές Σαμίνα' ήτο άκρως επικίνδυνο και επιβάλλετο να ληφθούν άμεσα μέτρα για την ασφάλεια του πλοίου. Συγκεκριμένα: Υπήρχε σοβαρότατο πρόβλημα εις τα χειριστήρια των κύριων μηχανών, με αποτέλεσμα κατά τη διάρκεια μεταφοράς του συστήματος ελέγχου από το μηχανοστάσιο στη γέφυρα να παρουσιάζονται προβλήματα στις στροφές των κύριων μηχανών. Το πρόβλημα αυτό εγκυμονούσε κινδύνους διά την ασφάλεια του πλοίου, διότι ανά πάσα στιγμή μπορούσε να στρίψει το πλοίο αριστερά ή δεξιά ανεξάρτητα από τη θέληση του αξιωματικού φυλακής γέφυρας.
2) Δεύτερο θέμα, κατά τη θητεία μου στο πλοίο: δεν ετέθη σε λειτουργία η ηλεκτρομηχανή ανάγκης - emergency generator.
3) Επίσης κατά τη θητεία μου δεν ετέθη σε δοκιμή ο εξ αποστάσεως χειρισμός λειτουργίας των θυρών ασφαλείας.
4) Στο πλωραίο στεγανό σύγκρουσης υπήρχε κρακ εκτεταμένο από το οποίο εισχωρούσαν νερά εντός αυτού.
Ζητώ από την ΠΕΜΕΝ να προβεί σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες διά να καταλογισθούν ευθύνες όπου υπάρχουν δι' αυτήν τη ναυτική τραγωδία».
Ο κ. Σορόκος στις 21 Σεπτεμβρίου είχε παραιτηθεί καταγγέλλοντας ότι το πλοίο ήταν επικίνδυνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου