Τετάρτη 2 Φεβρουαρίου 2011

ΤΟ ΝΑΥΑΓΙΟ ΤΩΝ ΙΡΙΩΝ

  Το 1962, στο βυθό κοντά στο Ακρωτήριο των Ιρίων, στη νότια ακτή της Αργολίδας, ο Νίκος Τσούχλος εντόπισε ένα ναυαγισμένο φορτίο πήλινων αγγείων, σε απόσταση περίπου 15 μέτρων από τη βραχώδη ακτή και σε βάθος από 12 έως 27 μέτρα. Την προσοχή του τράβηξε ιδιαίτερα ένας ακέραιος μεγάλος πίθος – που αργότερα χάθηκε - και αρκετά αγγεία και θραύσματα μισοθαμμένα στην άμμο.
         Τις αναγνωριστικές καταδύσεις που πραγματοποιήθηκαν στο χώρο του ναυαγίου τα έτη 1971, 1974 και 1990, ακολούθησε η συστηματική έρευνα, από το ΙΕΝΑΕ, σε τέσσερις συνεχείς ανασκαφικές περιόδους, από το 1991 έως και το 1994. Το εγχείρημα χρηματοδοτήθηκε κυρίως από το Ίδρυμα Α. Γ. Λεβέντη και το Ινστιτούτο Αιγαϊακής Προϊστορίας – Institute for Aegean Prehistory (INSTAP), και αποτελεί το δεύτερο μεγάλης κλίμακας ερευνητικό πρόγραμμα του Ινστιτούτου Εναλίων Αρχαιολογικών Ερευνών στο Αιγαίο μετά την έρευνα του πρωτοελλαδικού ναυαγίου στη νήσο Δοκό, έξω από την Ύδρα.
        Τη διεύθυνση της ανασκαφής των Ιρίων είχε ο αρχαιολόγος Χαράλαμπος Πέννας, με αναπληρωτές διευθυντές τους αρχαιολόγους Γιάννη Βήχο, Χρήστο Αγουρίδη και Δημήτρη Κουρκουμέλη, και υπεύθυνο καταδύσεων τον Φαίδωνα Αντωνόπουλο. Τη μελέτη του κεραμικού φορτίου του ναυαγίου ανέλαβε ο αρχαιολόγος Γιάννος Λώλος, ενώ «ενορχηστρωτής» της πολύπτυχης έρευνας ήταν ο τότε Πρόεδρος του ΙΕΝΑΕ Νίκος Τσούχλος.
          Με βάση τα δεδομένα της ανασκαφής το φορτίο ανήκε σε πλοίο που το μήκος του δεν ξεπερνούσε τα 10 μέτρα. Η ναυπήγησή του θα είχε γίνει με την «κελυφική» τεχνική, σύμφωνα με την οποία πρώτα τοποθετούνταν οι σανίδες του κελύφους και μετά συμπληρωνόταν ο σκελετός του σκάφους. Το φορτίο του αποτελούσαν πήλινα αγγεία μικτής προέλευσης, όπως συμβαίνει στα περισσότερα αρχαία ναυάγια. Διατηρήθηκαν 25 από αυτά, που θα αποτελούσαν τον κύριο όγκο του φορτίου προερχόμενα από τρεις περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου: πίθοι από την Κύπρο, αμφορείς από την Πελοπόννησο, καθώς και ψευδόστομοι αμφορείς από την Κρήτη, για την αποθήκευση και τη μεταφορά λαδιού και κρασιού.
          Μετά τα γνωστά ενάλια σύνολα του Ακρωτηρίου Uluburun, του τέλους του 14 ου αι. π.Χ., και του Ακρωτηρίου Χελιδόνιον, στη νότια ακτή της Μικράς Ασίας, του τέλους του 13 ου αι. π.Χ., το ναυάγιο του Ακρωτηρίου Ιρίων, του 1200 π.Χ. περίπου, είναι το τρίτο της Ύστερης Εποχής του Χαλκού που ερευνήθηκε συστηματικά στο χώρο της Μεσογείου. Το κεραμικό σύνολο των Ιρίων αποτελεί πολύτιμη απτή μαρτυρία για το θαλάσσιο διαμετακομιστικό εμπόριο στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου στο τέλος ακριβώς του 13 ου αιώνα π.Χ. Το εμπορικό πλοίο των Ιρίων ακολουθούσε, ίσως, με ενδιάμεσο σταθμό την Κρήτη ή άλλα νησιά του Αιγαίου, ένα δρομολόγιο από την Κύπρο προς την Αργολίδα.
         Η ιδιαίτερη σημασία του ναυαγίου για την μελέτη των εμπορικών σχέσεων μεταξύ Κύπρου και Αιγαίου οδήγησε τους ανασκαφείς στην ολοκλήρωση της μελέτης και της συντήρησης του αρχαιολογικού υλικού σε τέσσερα μόλις χρόνια μετά το πέρας της ενάλιας έρευνας. Η παρουσίασή του αποτέλεσε αντικείμενο διεθνούς επιστημονικής συνάντησης που οργάνωσε το ΙΕΝΑΕ στις Σπέτσες τον Σεπτέμβριο του 1998, ενώ το φορτίο του πλοίου εκτίθεται μόνιμα στο Μουσείο Σπετσών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου